- κτηματομεσίτης
- ο посредник, маклер по купле-продаже недвижимого имущества
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο ο μεσίτης για τις αγοραπωλησίες χτημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηματομεσιτικός — ή, ό [κτηματομεσίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτηματομεσίτη («κτηματομεσιτικό γραφείο») … Dictionary of Greek